top of page
Search

Ο ΜΙΚΗΣ, Η MICKEY, ΟΙ ΣΟΥΗΔΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΟΥΧΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Μία ακόμη από τις ιστορίες του βιβλίου μου "Δημοσιογραφικές Ιστορίες ... όπως τις έζησα" το οποίο θα βρείτε ή θα παραγγείλετε στα βιβλιοπωλεία. Και σε ηλεκτρονική μορφή στον παρόντα ιστόποτο.



Όπως έχω ομολογήσει και σε προηγούμενες ιστορίες, με την τέχνη είχα μικρή σχέση στην αρχή της δημοσιογραφικής μου καριέρας και πάντα ευελπιστούσα, όπως και συνεχίζω να ευελπιστώ, ότι θα την βελτιώσω στο μέλλον.


Τον Μίκη Θεοδωράκη τον είχα ακουστά στην περίοδο της χούντας ως κάτι φρικτό που θα υπονόμευε την ίδια την ύπαρξή μου, αν άκουγα τη μουσική του. Λίγο μετά την πτώση της χούντας, το 1975 (;), παραβρέθηκα σε μια συναυλία του, στο στάδιο Καραϊσκάκη αν θυμάμαι καλά, όπου παρουσίασε μελοποιημένο το επικό ποίημα του Pablo Neruda, El Canto General. Ενθουσιάστηκα, πιότερο από την ατμόσφαιρα ευφορίας και συγκίνησης που επικρατούσε εντός του γηπέδου, παρά από την ίδια τη μουσική ή τους στίχους του έργου, αφού τότε δεν καταλάβαινα την ισπανική γλώσσα, πολλώ δε μάλλον αγνοούσα την ίδια την ύπαρξη της ιδιωματικής λατινοαμερικάνικης εκφοράς της.


Χρειάστηκαν χρόνια να τα μάθω όλα αυτά, τα οποία προφανώς ήταν κοινό κτήμα στους έχοντες κατακλύσει τις κερκίδες και τον χλοοτάπητα του γηπέδου. Δεν μπορούσα αλλιώς να εξηγήσω την έξαρση και την έπαρση των θεατών που με περιστοίχιζαν.


Στα χρόνια που ακολούθησαν, όπως πολλοί άλλοι νεοέλληνες άκουσα πολλές φορές τα τραγούδια του Μίκη και τα λάτρεψα, τουλάχιστον αυτά των οποίων το νόημα κατανοούσα. Γιατί το El Canto General το κατάλαβα πολύ αργότερα όταν έμαθα ισπανικά. Έτσι το 1982, νομίζω, ενθουσιάστηκα όταν έμαθα ότι ο μεγάλος Μίκης θα έδινε συναυλία στο Forest National (μια τεράστια πολυθεματική αίθουσα 8000 θεατών) στις Βρυξέλλες.


Η χαρά μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν έλαβα πρόσκληση, όπως και όλοι οι συνάδελφοι ανταποκριτές, για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία από διακεκριμένες θέσεις. Μαζεύτηκε όλος ο ελληνισμός του Βελγίου και των όμορων χωρών και η αίθουσα γέμισε. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Συνοδός μου ήταν μια φίλη Καναδέζα ελληνόφωνη διερμηνέας, η Mickey, η οποία λόγω γλωσσομάθειας πρόσεξε ότι στο πρόγραμμα αναφερόταν ότι η χορωδία, η ορχήστρα και ο διευθυντής της ήταν Σουηδοί. Με την έναρξη της συναυλίας και αναμένοντας τον Μίκη ακούμε τους Σουηδούς σε εξαιρετικά ελληνικά να ερμηνεύουν το «Άξιον Εστί». Όσο περνούσε η ώρα, η δυσαρέσκεια και η μουρμούρα των θεατών ενισχυόταν και κατέληξε σ’ ένα ελληνικότατο παρατεταμένο γιούχα.


Τότε ανεβαίνει στη σκηνή ο Μίκης και με την επιβλητική φωνή του και το καθηλωτικό παράστημα κατακεραυνώνει τους αγροίκους που δεν νοούν ότι η μουσική είναι διεθνής και δεν έχει χρώμα και πατρίδα. Τονίζει επιπλέον ότι οι Σουηδοί αξίζουν το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας γιατί καλλιεργούν και προωθούν την ελληνική μουσική στη μακρινή και φιλελληνική Σουηδία και αποχωρεί στο καμαρίνι του, αφού τονίζει ότι όποιος θέλει μπορεί να αποχωρήσει και θα τον αποζημιώσει. Νομίζω ότι εγώ και η Mickey, μαζί με μερικούς άλλους, ήμασταν οι μόνοι που τον χειροκροτήσαμε. Με τους άλλους συναδέλφους τρέχουμε στο καμαρίνι του Μίκη για δηλώσεις.


Ήταν σαφής, ξεκάθαρος και επιβλητικός όπως πάντα:


— Η συναυλία θα γίνει όπως έχει προγραμματισθεί και δεν ανέχομαι άξεστους και αγράμματους να χλευάζουν τη δουλειά αυτών των ανθρώπων, λέει και μας παρακαλεί να αποχωρήσουμε. Λίγη ώρα αργότερα, και αφού είχαν αποχωρήσει κάποιοι λίγοι, δίνει μια μοναδική συναυλία, η οποία ηχογραφήθηκε και εκδόθηκε σε βινύλιο το 1983, από την εταιρία που είχε τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων στο Forest National. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν, είναι και θα είναι μοναδικός και διεθνής.


ΥΓ. Η ιστορία αυτή γράφτηκε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Facebook στις 29 Ιουλίου 2020, δηλαδή την ημέρα των 95ων γενεθλίων του Μίκη. A Οι αντιδράσεις και τα σχόλια ήταν πολλά, από τα οποία δημοσιεύω ορισμένα, αλλά σημαντικό εξ αυτών είναι το εκτενές σχόλιο διαδικτυακής φίλης που δίνει την δική της εκδοχή για την συμπεριφορά του Μίκη. Τι δημοσιεύω αυτούσια, αν και διαφωνώ και η ιστορία είναι δική μου γραμμένη «όπως την έζησα». Δημοσιογραφικά!


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΦΙΛΟΣ: Γιάννη, ως νέο παιδί είκοσι επτά ετών, ήμουν παρών σε μια άλλη εξαιρετική συναυλία του Μίκη στο Forest National, ίσως το 1981, με το Καντο Χενεραλ, και πάλι τη Σουηδική χορωδία, με συμφωνική ορχήστρα ! Η χορωδία, ο Πέτρος Πανδής και η Μαρία Φαραντούρη τραγούδησαν το Καντο Χενεραλ, και μετά το τέλος της κανονικής συναυλίας, οι Σουηδοί και όλοι οι καλλιτέχνες καταχειροκροτήθηκαν και είπαν για δεύτερη φορά στο τέλος μεγάλο απόσπασμα από το έργο. Μετά ο Μίκης βλέποντας ότι το κοινό δεν έφευγε με τίποτα, και τον καλούσε να πει τον «καημό» κι αλλά λαϊκά του τραγούδια, έίχε πει ο ίδιος με Καρνέζη, Παπαδόπουλο και μικρή ορχήστρα πολλά κλασσικά λαϊκά τραγούδια του, για άλλη μια ώρα ! Τελικά μ’ όλα αυτά, η Συναυλία αυτή διήρκεσε σχεδόν τέσσερεις ώρες καθαρές με μουσική, και βάλε και διαλείμματα και ακαδημαϊκά τέταρτα ! Είχαμε πάει στο θέατρο στις οκτώ, και φύγαμε από το θέατρο στις μιάμιση το πρωί ! Ευτυχισμένοι και γεμάτοι από εξαίσια μουσική !


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΦΙΛΟΣ: Από τους ωραίους, επικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη… Στην κλασσική, δεν ευτύχησε, κατ’ εμέ… Ωραία η ιστορία σου, Γιάννη.


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΦΙΛΟΣ: «Zorbas the Greek » και τούτου πέραν ουδέν….


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΦΙΛΟΣ: Το «σουηδικό» Άξιον Εστι συνόδευσε τη βράβευση με Νόμπελ του Ελύτη


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΦΙΛΗ: Έτσι είναι ο Μίκης έχει ένα δικό του τρόπο να κατακτάει τον χρόνο


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΦΙΛΗ: Καλός ο θαυμασμός, καλύτερη η αλήθεια. Ήμουν κι εγώ εκεί και μπορώ να μαρτυρήσω. Είχαν γεμίσει οι Βρυξέλλες αφίσες με τις λέξεις «Μίκης Θεοδωράκης – Το Άξιον εστί». Χωρίς μνεία των ερμηνευτών. Όπως όλη η παροικία, πήγα, εφοδιασμένη με το κείμενο του Ελύτη, ν’ ακούσω τους συγκλονιστικούς του στίχους, επενδεδυμένους με την υπέροχη μουσική του Μίκη. Η χορωδία άρχισε να τραγουδά σε ακατάληπτη γλώσσα, η οποία απεδείχθη ότι ήταν η σουηδική, και τότε άρχισε το ακροατήριο, ή μάλλον οι Έλληνες που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του ακροατηρίου, να δυσανασχετούν, να μουρμουρίζουν και στο τέλος να φωνάζουν «ελληνικά! ελληνικά!» Διότι είχαμε πάει εκεί για να ξεπλύνουμε την ψυχή μας με τους στίχους του Ελύτη και τη μουσική του Θεοδωράκη. Και ναι μεν η γλώσσα της μουσικής είναι παγκόσμια, η γλώσσα όμως του ποιήματος είναι η ελληνική. Στο Άξιον εστί τη συγκίνηση την παράγει ο στίχος και βέβαια την απογειώνει η μουσική, η οποία μουσική στο έργο αυτό δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον στίχο. Γι’ αυτό διαμαρτυρότανε το ελληνικό κοινό, όχι γιατί η χορωδία ήταν σουηδική, αλλά γιατί δεν αναγνώριζε τους αγαπημένους στίχους του Ελύτη. Γράφετε ότι οι Σουηδοί τραγούδησαν σε άπταιστα ελληνικά: δεν θυμάστε καλά ή δεν προσέξατε καν τα λόγια. Το θέμα είναι ότι βγήκε ο Μίκης, επιβλητικός όπως λέτε, αλλά και σκαιότατος και υβριστικότατος, και μας δήλωσε ότι επειδή το ελληνικό υπουργείο δεν είχε εγκρίνει επιχορήγηση για την περιοδεία, έφερε κι αυτός τους Σουηδούς που ήταν πιο φτηνοί ή και τζάμπα, δεν θυμάμαι. Τότε τον σφύριξαν και πολλοί αποχώρησαν μεταξύ των οποίων και η παρέα μου, η οποία σας διαβεβαιώ δεν αποτελείτο από αγροίκους και αγράμματους, και αφού μας πέρασε η σύγχυση, αλλά όχι το μεράκι, μαζευτήκαμε κάπου και τραγουδήσαμε σε άπταιστα «ελυτικά» τα τραγούδια του Άξιον εστί. Εκείνο που δεν μπόρεσε να καταλάβει ο Μίκης είναι ότι τα μεγάλα έργα –και το Άξιον εστί είναι τεράστιο έργο– ξεπερνούν μερικές φορές τον δημιουργό τους, παύουν να του ανήκουν και διαγράφουν μια αυθύπαρκτη πορεία, ανεξάρτητη από τα θέλω και τα πρέπει του δημιουργού. Το Άξιον εστί των Ελύτη-Θεοδωράκη δεν ανήκει ούτε στον Ελύτη ούτε στον Θεοδωράκη, ανήκει στον ελληνικό λαό. Τουλάχιστον τον τότε ελληνικό λαό που τραγουδούσε κρυφά Θεοδωράκη στα χρόνια της χούντας. Για να μη παρεξηγηθώ: τον Μίκη τον αγαπώ, τον θαυμάζω, τον θεωρώ μέγα, γίγαντα, η μουσική του με συναρπάζει, αλλά… άλλο θαυμασμός κι αγάπη, άλλο προσωπολατρία. Και οι μεγάλοι κάνουν λάθη, κι όταν κάνουν πρέπει να τους το λέμε. Γιατί όσο πιο μεγάλοι είναι, τόσο πιο τεράστιο φαντάζει και το παραμικρό ατόπημά τους.


ΓΖ: Ο Θεοδωράκης ήταν θυμωμένος, με το κοινό και το Υπουργείο της Μελίνας, αλλά δεν έβρισε κανέναν. Λίγο καιρό αργότερα είχα μακρά συζήτηση μαζί του για το περιστατικό. Οι διοργανωτές γνώριζαν για τους σουηδούς καλλιτέχνες – εξέδωσαν μάλιστα και δίσκο, ένα χρόνο αργότερα και είχαν ενημερώσει σχετικά το πρόγραμμα της συναυλίας και αν θυμάμαι καλά, αναφερόταν και οι συντελεστές στις αφίσες. Δυστυχώς δεν βρίσκω πια τις σχετικές φωτογραφίες στο αρχείο για να στηρίξω το γεγονός αυτό, οπότε το γράφω με επιφύλαξη.


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΦΙΛΗ: Οι διοργανωτές το γνώριζαν, αλλ’ όχι το κοινό, το οποίο κατά κάποιο τρόπο εξαπατήθηκε. Ήταν υβριστικός δεν σημαίνει ότι έβριζε, αλλ’ ότι η στάση του, η συμπεριφορά του επί σκηνής ήταν εξόχως προσβλητική. Άλλωστε τις ύβρεις, όπως δεν ξέραμε τότε αλλά μάθαμε τώρα από σας, περί αγροίκων και αγράμματων, τις ξεστόμισε στα παρασκήνια. Δεν κατάλαβα ποιους αποζημίωσε από την τσέπη του ο Μίκης: αν ήταν το κοινό, δεν ξέρω να ζήτησε κανείς πίσω το αντίτιμο του εισιτηρίου του. Αν πάλι ήταν οι μουσικοί, ποιος θα έπρεπε να τους πληρώσει; Κουτάκια μπύρας ειλικρινά δεν θυμάμαι να ρίχτηκαν, αλλ’ αν έγινε κάτι τέτοιο ασφαλώς και είναι αποδοκιμαστέο και μάλιστα θα έπρεπε να κληθεί η αστυνομία, η οποία στο Βέλγιο δεν αστειεύεται μ’ αυτά. Το ότι γράψατε τότε μια πολύ σκληρή κριτική για το κοινό δεν σημαίνει τίποτα, ούτε δικαιολογεί τα γεγονότα. Η άποψή σας ότι η ανθρώπινη γλώσσα είναι απλώς μια σύμβαση επικοινωνίας, όπως ας πούμε τα σαλπίσματα των ελεφάντων και τα ουρλιαχτά των λύκων, δείχνει ότι μεταξύ μας δεν υπάρχει δυστυχώς πεδίο επικοινωνίας.


ΓΖ: Σεβαστή η άποψή σας αλλά δεν τον ακούσατε και συνεπώς δεν καταλάβατε την άποψη του Μίκη

33 views0 comments
bottom of page